- τεσσαρακοστά
- τὰ, ΜΑβλ. τεσσαρακοστός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεσσαρακοστά — τεσσαρακοστός fortieth neut nom/voc/acc pl τεσσαρακοστά̱ , τεσσαρακοστός fortieth fem nom/voc/acc dual τεσσαρακοστά̱ , τεσσαρακοστός fortieth fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρακοστάς — τεσσαρακοστά̱ς , τεσσαρακοστός fortieth fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρακοστός — ή, ό / τεσσαρακοστός, ή, όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τετρωκοστός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη καταλαμβάνει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό σαράντα (α. «αποφοίτησε τεσσαρακοστός» β. «καὶ… … Dictionary of Greek
ՔԱՌԱՍՆԵՐՈՐԴ — ( ) NBH 2 0993 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c ա. τεσσαρακοστός quadragesimus. Վերջինն ʼի քառասուն թիւս. քառասուներորդը. ... *Ի քառասներորդի ամի: Յամի չորեքհարիւրորդի եւ քառասներորդի: Յամի չորեքհարիւրորդի եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)